κυλιόμενος

κυλιόμενος
κυλῑόμενος , κυλίω
roll
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυλιόμενος — η, ο (AM κυλιόμενος, ένη, ον) βλ. κυλίω …   Dictionary of Greek

  • Λίθος κυλιόμενος φῦκος οὐ ποιεῖ. — См. Камень лежа мохом обростает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • камень лежа мохом обрастает — Ср. От лени мохом оброс (от бездействия). Ср. На одном месте и камешек обрастает. Ср. Дьякон П. Ильинский. Древние пословицы. Рукопись XVIII в. Ср. Собр. русск. пословиц. 1770. Ср. Pierre qui roule n amasse point de mousse. Ср. Saxum volutum non… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Камень лежа мохом обростает — Камень лежа мохомъ обростаетъ. Ср. «Отъ лѣни мохомъ обросъ» (отъ бездѣйствія). Ср. На одномъ мѣстѣ и камешекъ обростаетъ. Ср. Дьяконъ П. Ильинскій. Древнія пословицы. Рукопись XVIII в. Ср. Собр. Русск. пословицъ. 1770. Ср. Pierre qui roule… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κοχλιοτόμος — Εργαλειομηχανή που εκτελεί την κοχλιοτόμηση, δηλαδή την εκσκαφή της ελίκωσης ενός κοχλία κατά μήκος μιας κυλινδρικής επιφάνειας. Η κοχλιοτόμηση εφαρμόζεται στην εσωτερική ή στην εξωτερική επιφάνεια του κυλίνδρου. Η πρώτη εκτελείται με αρσενικό κ …   Dictionary of Greek

  • κυλιστικός — κυλιστικός, ή, όν (Α) [κυλίνδω] 1. αυτός που έχει ασκηθεί στο κύλισμα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυλιστικός ο παλαιστής που αγωνιζόταν και νικούσε τον αντίπαλὀ του κυλιόμενος στο έδαφος …   Dictionary of Greek

  • κυλιέμαι — κυλιέμαι, κυλίστηκα, κυλισμένος βλ. πίν. 173 Σημειώσεις: κυλιέμαι : στην παθητική φωνή το ρ. περιορίζεται κυρίως στη σημασία → μετακινούμαι πάνω στο έδαφος με περιστροφική ή παρόμοια κίνηση (π.χ. κυλιέται μέσα στη λάσπη). Εύχρηστη είναι η λόγια… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κυλίω — και κυλώ και κυλάω κύλισα και κύλησα, κυλίστηκα και κυλήθηκα, κυλιόμενος και κυλημένος 1. μετακινώ κάτι πάνω σε μια επιφάνεια με περιστροφή, το κυλάω, το τσουλάω. 2. κάνω κάτι να κυλιστεί προς τα κάτω: Κυλούσαν μεγάλες πέτρες από την κορφή του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”